Αλκάννα

Αλκάννα
(alkanna). Γένος φυτών με περίπου 40 είδη, ιθαγενή της Ν Ευρώπης, της Αφρικής και της Δ Ασίας. Ανήκουν στην οικογένεια των βορραγινιδών. Είναι φυτά ποώδη με πολλές διακλαδώσεις και έχουν φύλλα λογχοειδή και άνθη με 5 σέπαλα, 5 πέταλα και 5 στήμονες. Τα άνθη τους έχουν χρώμα γαλάζιο, κοκκινωπό ή κίτρινο. Στην Ελλάδα συναντώνται 10 από τα είδη του γένους. Σπουδαιότερα είναι: α. η βαφική, που λέγεται και βαφόριζα, επειδή η ρίζα της έχει βαφικές ιδιότητες (βάφει με ροζ χρώμα), α. η ελληνική, α. η βοιωτική και α. η κερκυραϊκή.
* * *
η Βοτ.
γένος φυτών τής οικογένειας τών Βοραγινιδών* με 40 περίπου είδη, ιθαγενή τής Παραμεσογειακής Ευρώπης και Αφρικής και τής Δυτικής Ασίας. Είναι φυτά ποώδη μονοετή ή πολυετή, πολύκλαδα και αδρότριχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < alkanna, νεολατιν. επιστημον. όρος < ισπαν. alcana < αραβ. alhinnā (πρβλ. χένα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλκαννίνη — ή αγχουσίνη ή ερυθρό τής αλκάννας Χημ. ερυθρή χρωστική με μοριακό τύπο C16H16O5, η οποία βρίσκεται κυρίως στις ρίζες ενός είδους τού φυτού Αλκάννα* (Α. tinctoria). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkannin < alkann (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”